- ἀριθμητάς
- ἀριθμητά̱ς , ἀριθμητήςcalculatormasc acc plἀριθμητά̱ς , ἀριθμητήςcalculatormasc nom sg (epic doric aeolic)ἀριθμητά̱ς , ἀριθμητόςthat can be countedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.